μεραρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεραρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεραρχία (δύο χιλιαρχίες)[1] < μεράρχ(ης) + -ία (μέρος + άρχω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɾaɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ραρ‐χί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεραρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) μεγάλος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, που περιλαμβάνει μονάδες διαφόρων όπλων (πεζικό, τεθωρακισμένα κ.λπ.) με διοικητική αυτοτέλεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ μεραρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)