μερκελισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μερκελισμός οι μερκελισμοί
      γενική του μερκελισμού των μερκελισμών
    αιτιατική τον μερκελισμό τους μερκελισμούς
     κλητική μερκελισμέ μερκελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερκελισμός < (ανθρωπωνύμιο) Μέρκελ + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μερκελισμός αρσενικό

  • (πολιτική): η πολιτικοοικονομική ιδεολογία και πρακτική της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ μέσα στην Ευρωζώνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]