μερμηγκάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερμηγκάκι | τα | μερμηγκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μερμηγκάκι | τα | μερμηγκάκια |
κλητική | μερμηγκάκι | μερμηγκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερμηγκάκι < μερμήγκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερμηγκάκι ουδέτερο
- (έντομο) (μεταφορικά) υποκοριστικό του μερμήγκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερμηγκάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)