Μετάβαση στο περιεχόμενο

μερομήνια

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μερομήνια
      γενική
    αιτιατική τα μερομήνια
     κλητική μερομήνια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μερομήνια < μερο- + μήν(ας) + -ια, πληθυντικός της κατάληξης για ουδέτερα [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɾoˈmi.ɲa/ (συγκρίνετε με το ημερομηνία)
τυπογραφικός συλλαβισμός: μερομήνια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μερομήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]