μερσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερσί < (άμεσο δάνειο) γαλλική merci
Επιφώνημα[επεξεργασία]
μερσί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερσί
→ δείτε τη λέξη ευχαριστώ |