μερσί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερσί < (άμεσο δάνειο) γαλλική merci

Επιφώνημα[επεξεργασία]

μερσί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]