μες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. μες < μέσα (σε θέση πρόθεσης) πριν από λέξη που αρχίζει από σύμφωνο
  2. μες < (λόγιο δάνειο) γαλλική mèche[1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μες

  1. μέσα (σε θέση πρόθεσης)
    μες στη σιωπή της νύχτας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μες θηλυκό

  1. τρόπος βαψίματος των μαλλιών με ανταύγειες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]