μεσάνδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσάνδρα | οι | μεσάνδρες |
γενική | της | μεσάνδρας | — | |
αιτιατική | τη | μεσάνδρα | τις | μεσάνδρες |
κλητική | μεσάνδρα | μεσάνδρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσάνδρα θηλυκό
- άλλη μορφή του μεσάντρα
- ※ Έναντι του καναπέ υπήρχε μία μεσάνδρα (μεγάλο ντουλάπι εντός του τοίχου) , όπου εφυλάσσοντο καινουργή στρώματα, εφαπλώματα, μαξιλάρια, έτοιμα να στρωθούν εις την ιδίαν αίθουσαν, διά τον ύπνον παντός φιλοξενουμένου. (Χρύσανθος (Αρχιεπισκ. Αθηνών), Βιογραφικές αναμνήσεις, τόμος 1, 1970, σελ. 14)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)