μεσάνδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσάνδρα οι μεσάνδρες
      γενική της μεσάνδρας
    αιτιατική τη μεσάνδρα τις μεσάνδρες
     κλητική μεσάνδρα μεσάνδρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσάνδρα < τουρκική musandra

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσάνδρα θηλυκό

  • άλλη μορφή του μεσάντρα
    ※  Έναντι του καναπέ υπήρχε μία μεσάνδρα (μεγάλο ντουλάπι εντός του τοίχου) , όπου εφυλάσσοντο καινουργή στρώματα, εφαπλώματα, μαξιλάρια, έτοιμα να στρωθούν εις την ιδίαν αίθουσαν, διά τον ύπνον παντός φιλοξενουμένου. (Χρύσανθος (Αρχιεπισκ. Αθηνών), Βιογραφικές αναμνήσεις, τόμος 1, 1970, σελ. 14)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

[1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
  2. Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016