μεσάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσάτος η μεσάτη το μεσάτο
      γενική του μεσάτου της μεσάτης του μεσάτου
    αιτιατική τον μεσάτο τη μεσάτη το μεσάτο
     κλητική μεσάτε μεσάτη μεσάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσάτοι οι μεσάτες τα μεσάτα
      γενική των μεσάτων των μεσάτων των μεσάτων
    αιτιατική τους μεσάτους τις μεσάτες τα μεσάτα
     κλητική μεσάτοι μεσάτες μεσάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσάτος < μέσ(η) + -άτος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσάτος, -η, -ο

  1. γεμάτος μέχρι τη μέση
  2. (για ρούχα) ραμμένος ώστε να εφαρμόζει καλά στη μέση
  3. (για ανθρώπους) που έχει λεπτή μέση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]