μεσίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσίτης οι μεσίτες
      γενική του μεσίτη των μεσιτών
    αιτιατική τον μεσίτη τους μεσίτες
     κλητική μεσίτη μεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσίτης (μεσολαβητής) < αρχαία ελληνική μέσ(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσίτης αρσενικό (θηλυκό μεσίτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσίτης < αρχαία ελληνική μέσ(ος) + -ίτης

Πηγές[επεξεργασία]