μεσανατολικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσανατολικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεσανατολικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσανατολικό ουδέτερο

  1. το μεσανατολικό ζήτημα, το σύνολο των πολιτικών προβλημάτων που αφορούν στη Μέση Ανατολή
    νέα συνάντηση για το μεσανατολικό
  2. (μεταφορικά) κατάσταση που παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς λύση

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η μεταφορική έννοια συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις όπως το κάναμε / το κάμανε / έγινε μεσανατολικό, θα λύσουμε το μεσανατολικό; ή δεν θα λύσουμε το μεσανατολικό!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μεσανατολικό

  1. αιτιατική ενικού του μεσανατολικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεσανατολικός