μεσαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μεσαριά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσαριά οι μεσαριές
      γενική της μεσαριάς των μεσαριών
    αιτιατική τη μεσαριά τις μεσαριές
     κλητική μεσαριά μεσαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσαριά < μέσον, μέσ(ο) + -αριά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσαριά θηλυκό

  1. που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα
    πάω μεσαριά: βαδίζω - πηγαίνω ίσια, κατευθείαν, κόβοντας δρόμο[1]
  2. (ειδικότερα)
    1. (γεωγραφία) η κεντρική τοποθεσία, το εσωτερικό μιας περιοχής ή χώρας, η ενδοχώρα
      → δείτε  και τοπωνύμια Μεσαριά
    2. άσπαρτο χωράφι που βρίσκεται ανάμεσα σε σπαρμένα[2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Για τη μετατροπή του όρου «μεσαριά» για τοποθεσίες που βρίσκονταν μεταξύ βουνών, χωριά της ενδοχώρας («η εσωτερική χώρα ή το έσω χωρίον»), σε τοπωνύμιο,[3]δείτε τη λέξη Μεσαριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 150.
  2. Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1230.
  3. Ν.Α.Β. (Νικόλαος Βέης) λήμμα «Μεσαρέα και Μεσαριά» & λήμμα «Μεσαριά», στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 324.