μεσαύλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσαύλιον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεσαύλιον, ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεσαύλιος < αρχαία ελληνική μέσαυλος, συναρπαγή της φράσης «μέσ(σ)ον αὐλῆς», «ἐν μέσῳ αὐλῆς.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μεσ- + αὔλιος (< αρχαία ελληνική αὐλ(ή) + -ιος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσαύλιον, -ου ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μεσαύλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. μεσαύλιονΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μεσαύλιον τὰ μεσαύλι
      γενική τοῦ μεσαυλίου τῶν μεσαυλίων
      δοτική τῷ μεσαυλί τοῖς μεσαυλίοις
    αιτιατική τὸ μεσαύλιον τὰ μεσαύλι
     κλητική ! μεσαύλιον μεσαύλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσαυλίω
γεν-δοτ τοῖν  μεσαυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μεσαύλιον (ελληνιστική κοινή) < μεσ- + αρχαία ελληνική αὐλ(ός) + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσαύλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (μουσική) ενδιάμεσο μουσικό μέλος σε χορικά, παιγμένο με αυλό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλός

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μεσαύλιον: αρχαίος κλιτικός τύπος → δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλή

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μεσαύλιον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλή

Πηγές[επεξεργασία]