μεσοβδομαδιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοβδομαδιάτικος < μεσοβδόμαδο + -ιάτικος
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσοβδομαδιάτικος, -η, -ο
- (προφορικό) που συμβαίνει στη μέση της εβδομάδας ή αναφέρεται στο μεσοβδόμαδο
- Αυτοί οι χαρακτήρες μπορούν κάτι να μας θυμίσουν. Αν όχι μεσοβδομαδιάτικα βράδια μπροστά στην τηλεόραση, τότε σίγουρα επιτυχημένες επισκέψεις στις κινηματογραφικές αίθουσες και μεγάλες ποσότητες... γέλιου. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεσοβδομαδιάτικα
- → δείτε τις λέξεις μεσοβδόμαδο, μέσος και εβδομάδα