μεσογειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσογειακός < Μεσόγει(ος) + -ακός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.so.ʝi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐γει‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]μεσογειακός
- που αναφέρεται στη Μεσόγειο θάλασσα, τις χώρες που βρέχονται από αυτήν, τους λαούς τους και τους πολιτισμούς τους
- ⮡ Το εστιατόριο μας προσφέρει σπιτική μεσογειακή κουζίνα.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσογειακός