μεσολάβησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσολάβησις < μεσολαβῶ, μεσο-λαβη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσολάβησις θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]