μεσολόβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσολόβιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσολόβιο ουδέτερο
- (ανατομία, εγκέφαλος) το τυλώδες σώμα, ευρεία δέσμη νευρικών ινών που συνδέει τα δυο εγκεφαλικά ημισφαίρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσολόβιο
|