μεσομήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μεσομήριον τὰ μεσομήρια
      γενική τοῦ μεσομηρίου τῶν μεσομηρίων
      δοτική τῷ μεσομηρί τοῖς μεσομηρίοις
    αιτιατική τὸ μεσομήριον τὰ μεσομήρια
     κλητική ! μεσομήριον μεσομήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσομήριον < ελληνιστική κοινή μεσομήρια (πληθυντικός) με σχηματισμό σε ενικό + -ον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσομήριον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]