μεσομακροπρόθεσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσομακροπρόθεσμα < μεσομακροπρόθεσμος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεσομακροπρόθεσμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσομακροπρόθεσμα
|