μεσοπαθητική φωνή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοπαθητική φωνή < → δείτε τις λέξεις μεσοπαθητικός και φωνή
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μεσοπαθητική φωνή
- (γραμματική) ρηματικός τύπος που συμπίπτει μορφολογικά στη μέση και στην παθητική φωνή
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει σε μεσοπαθητική φωνή τον ενεστώτα, παρατατικό, παρακείμενο και υπερσυντέλικο. Ο μέλλων και ο αόριστος έχουν διαφορετικές μορφές στη μέση φωνή και την παθητική φωνή
- στη νέα ελληνική γλώσσα, δεν υπάρχει μορφολογική διάκριση μέσης και παθητικής φωνής. Η κλίση του -μαι ονομάζεται παθητική φωνή ανεξαρτήτως διάθεσης. Σε ορισμένα λεξικά και γραμματικές, χρησιμοποιείται ο όρος μεσοπαθητική φωνή.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ενεργητική φωνή
- μέση φωνή
- παθητική φωνή
- → και δείτε τη λέξη διάθεση