μεσοποτάμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μεσοποτάμιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοποτάμιος η μεσοποτάμια το μεσοποτάμιο
      γενική του μεσοποτάμιου της μεσοποτάμιας του μεσοποτάμιου
    αιτιατική τον μεσοποτάμιο τη μεσοποτάμια το μεσοποτάμιο
     κλητική μεσοποτάμιε μεσοποτάμια μεσοποτάμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοποτάμιοι οι μεσοποτάμιες τα μεσοποτάμια
      γενική των μεσοποτάμιων των μεσοποτάμιων των μεσοποτάμιων
    αιτιατική τους μεσοποτάμιους τις μεσοποτάμιες τα μεσοποτάμια
     κλητική μεσοποτάμιοι μεσοποτάμιες μεσοποτάμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοποτάμιος < μέσος + -ο- + ποταμός + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσοποτάμιος

  1. που βρίσκεται ανάμεσα σε (δύο) ποταμούς
  2. άλλη μορφή του μεσοποταμιακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]