μεσοστύλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μεσοστῡλιο-
ονομαστική τὸ μεσοστύλιον τὰ μεσοστύλι
      γενική τοῦ μεσοστυλίου τῶν μεσοστυλίων
      δοτική τῷ μεσοστυλί τοῖς μεσοστυλίοις
    αιτιατική τὸ μεσοστύλιον τὰ μεσοστύλι
     κλητική ! μεσοστύλιον μεσοστύλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσοστυλίω
γεν-δοτ τοῖν  μεσοστυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοστύλιον < μεσο- + στυλίον, υποκοριστικό του στῦλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσοστύλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]