μεσουρανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεσουρανῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσουρανώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ[1] < μέσος, μέσον + οὐρανός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.su.ɾaˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σου‐ρα‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μεσουρανώ, πρτ.: μεσουρανούσα, αόρ.: μεσουράνησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αστρονομία) βρίσκομαι στη «μέση του ουρανού», στον ουράνιο μεσημβρινό ενός τόπου
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι «στην κορυφή» της δόξας, της επιτυχίας, της ακμής

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μέσος και ουρανός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]