μεσσιολατρεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.si.o.laˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μεσ‐σι‐ο‐λα‐τρεί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσσιολατρεία θηλυκό
- (σπάνιο) η ανάδειξη και (μεταφορικά) λατρεία κάποιου προσώπου ως μεσσία
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για ‘μεσσιολατρεία’ της ελληνικής κοινωνίας.
- Στυλιανός Ματζούρης (2014), Η στάση του ελληνικού τύπου έναντι της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910-1914), διδακτορική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, σελ. 26
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για ‘μεσσιολατρεία’ της ελληνικής κοινωνίας.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσσιολατρεία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λατρεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)