μεστώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεστώνω < αρχαία ελληνική μεστόω / μεστῶ < μεστός
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μεστώνω
- για καρπούς, φρούτα κ.λπ.
- κάνω κάτι μεστό, ολοκληρώνω το σχηματισμό του
- ωριμάζω
- για πρόσωπα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεστός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεστώνω | μέστωνα | θα μεστώνω | να μεστώνω | μεστώνοντας | |
β' ενικ. | μεστώνεις | μέστωνες | θα μεστώνεις | να μεστώνεις | μέστωνε | |
γ' ενικ. | μεστώνει | μέστωνε | θα μεστώνει | να μεστώνει | ||
α' πληθ. | μεστώνουμε | μεστώναμε | θα μεστώνουμε | να μεστώνουμε | ||
β' πληθ. | μεστώνετε | μεστώνατε | θα μεστώνετε | να μεστώνετε | μεστώνετε | |
γ' πληθ. | μεστώνουν(ε) | μέστωναν μεστώναν(ε) |
θα μεστώνουν(ε) | να μεστώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μέστωσα | θα μεστώσω | να μεστώσω | μεστώσει | ||
β' ενικ. | μέστωσες | θα μεστώσεις | να μεστώσεις | μέστωσε | ||
γ' ενικ. | μέστωσε | θα μεστώσει | να μεστώσει | |||
α' πληθ. | μεστώσαμε | θα μεστώσουμε | να μεστώσουμε | |||
β' πληθ. | μεστώσατε | θα μεστώσετε | να μεστώσετε | μεστώστε | ||
γ' πληθ. | μέστωσαν μεστώσαν(ε) |
θα μεστώσουν(ε) | να μεστώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεστώσει | είχα μεστώσει | θα έχω μεστώσει | να έχω μεστώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεστώσει | είχες μεστώσει | θα έχεις μεστώσει | να έχεις μεστώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεστώσει | είχε μεστώσει | θα έχει μεστώσει | να έχει μεστώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεστώσει | είχαμε μεστώσει | θα έχουμε μεστώσει | να έχουμε μεστώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεστώσει | είχατε μεστώσει | θα έχετε μεστώσει | να έχετε μεστώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεστώσει | είχαν μεστώσει | θα έχουν μεστώσει | να έχουν μεστώσει |
|