μεσόθυρον
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσόθυρον ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) λογιότερη μορφή του μεσοθύρι: η μεσαία πύλη του τέμπλου, η Ωραία Πύλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεσοθύρι
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- (καθαρεύουσα) μεσόθυρον: το μεσόθυρο ανάμεσα σε δύο πόρτες ή παράθυρα
Πηγές
[επεξεργασία]- μεσόθυρον - Επιτομή του Λεξικού ⌘ Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μεσοθύρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μεσόθυρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας