μεσόφρυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσόφρυο | τα | μεσόφρυα |
γενική | του | μεσόφρυου | των | μεσόφρυων |
αιτιατική | το | μεσόφρυο | τα | μεσόφρυα |
κλητική | μεσόφρυο | μεσόφρυα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσόφρυο < (ελληνιστική κοινή) μεσόφρυον < αρχαία ελληνική μέσος + ὀφρῦς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσόφρυο ουδέτερο
- (ανατομία) άλλη μορφή του μεσόφρυδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσόφρυο
|