μετάζευξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάζευξη | οι | μεταζεύξεις |
γενική | της | μετάζευξης* | των | μεταζεύξεων |
αιτιατική | τη | μετάζευξη | τις | μεταζεύξεις |
κλητική | μετάζευξη | μεταζεύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταζεύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετάζευξη < μετά- + ζεύξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cutover)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάζευξη θηλυκό
- η διαδικασία γρήγορης αντικατάστασης ενός εξαρτήματος, μηχανήματος κ.λπ., ώστε το σύστημα να συνεχίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετά- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)