μετάλλευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετάλλευμα < λόγια παραγωγή < ελληνιστική κοινή μεταλλεύ(ω) + -μα[1]
- Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] < (ελληνιστική κοινή) μετάλλευμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meˈta.lev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τάλ‐λευ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάλλευμα ουδέτερο
- υλικό που περιέχει αναμεμειγμένη ποσότητα κάποιου χρήσιμου μέταλλου ή κράματος
- ※ Η μελέτη αυτή αναφέρεται στην έρευνα της περιεκτικότητας κατανομής Cο, Ni και Cu στο μετάλλευμα της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος (τα Co και Ni ως ιχνοστοιχεία του μεταλλεύματος και ο Cu σαν ολιγοστοιχείο μέσα στο σιδηροπυρίτη) (Ευάγγελος Σοβατζόγλου-Σκουνάκης, Στυλιανός Σκουνάκης, Η κατανομή των ιχνοστοιχείων Co και Ni εις το μετάλλευμα χαλκούχου σιδηροπυρίτου της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος, 1975 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ μετάλλευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «μέταλλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)