μετάνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- μετάνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάνοια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια. Δείτε και την #Ετυμολογία_2.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /meˈta.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐νοι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάνοια θηλυκό
- το συναίσθημα της ψυχικής συντριβής που αισθάνεται κάποιος όταν καταλάβει ότι έκανε κάποιο σφάλμα
- (χριστιανισμός) εξομολόγηση αμαρτιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]νομικοί όροι:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλλαγή γνώμης για κάποιο σφάλμα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάνοια | οι | μετάνοιες |
γενική | της | μετάνοιας | — | |
αιτιατική | τη | μετάνοια | τις | μετάνοιες |
κλητική | μετάνοια | μετάνοιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μετάνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετάνοια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /meˈta.ɲa/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐νοια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάνοια θηλυκό
- γονυκλισία και υπόκλιση για εκδήλωση είτε λατρείας είτε μεταμέλειας
- ⮡ Έκανε το σταυρό του, έκανε και μερικές μετάνοιες και πήγε να κοιμηθεί ήσυχος.
- (μεταφορικά) παρακάλια, ικεσίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονυκλισία, παρακάλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- μετάνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετάνοιᾰ | αἱ | μετάνοιαι |
γενική | τῆς | μετανοίᾱς | τῶν | μετανοιῶν |
δοτική | τῇ | μετανοίᾳ | ταῖς | μετανοίαις |
αιτιατική | τὴν | μετάνοιᾰν | τὰς | μετανοίᾱς |
κλητική ὦ! | μετάνοιᾰ | μετάνοιαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετανοίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μετανοίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]μετάνοια < μετανο(έω) + -ια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετάνοια
Πηγές
[επεξεργασία]- μετάνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετάνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νοια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετά- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νοια (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)