μετάπλασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
      γενική του μεταπλάσματος των μεταπλασμάτων
    αιτιατική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
     κλητική μετάπλασμα μεταπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάπλασμα < μετά- + πλάσμα (πλάσσω, πλάθω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈta.pla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐πλα‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάπλασμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]