μετάρσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μετάρσιος, -α, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που αιωρείται, μετέωρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεταρσιώνω
- μεταρσίωση
- → δείτε τις λέξεις μετά και αίρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετάρσιος
|