μετάστασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετάστασῐς | αἱ | μεταστάσεις |
γενική | τῆς | μεταστάσεως | τῶν | μεταστάσεων |
δοτική | τῇ | μεταστάσει | ταῖς | μεταστάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μετάστασῐν | τὰς | μεταστάσεις |
κλητική ὦ! | μετάστασῐ | μεταστάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταστάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταστασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάστασις θηλυκό
- μετατόπιση
- απομάκρυνση
- μετανάστευση, μετοίκηση
- μεταβολή, μετατροπή
- ανατροπή, επανάσταση
- απαλλαγή
- (μεταφορικά) θάνατος
- (ιατρική) μετάσταση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- μετάστασις ἡλίου: έκλειψη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)