μετέλθετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μετέλθετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετέρχομαι
- θα μετέλθετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετέρχομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μετέρχομαι