μετέωρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μετέωρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετέωρο τα μετέωρα
      γενική του μετεώρου
μετέωρου
των μετεώρων
    αιτιατική το μετέωρο τα μετέωρα
     κλητική μετέωρο μετέωρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετέωρο < γαλλική météore < μεσαιωνική λατινική meteora (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική τά μετέωρα (=αστρονομικά φαινόμενα), ουδέτερο του μετέωρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετέωρο ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) καθετί που υπάρχει ή συμβαίνει στην ατμόσφαιρα της γης (αστραπές, κεραυνοί, βροχή, χιόνι, ουράνιο τόξο...)
  2. μετεωρίτης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]