Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεταβαίνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταβαίνω (περνάω αλλού). Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + βαίνω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.taˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταβαίνω

μεταβαίνω, πρτ.: μετέβαινα, απαρ.: μεταβεί, αόρ.: μετέβη, μετέβησαν(3α πρόσωπα)(μετέβην) (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις μετά και βαίνω

Από τον αόριστο, εύχρηστα τα 3α πρόσωπα: μετέβη, μετέβησαν.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταβαίνω < μετα- + βαίνω


ζητούμενο λήμμα