μεταβλητά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβλητά < μεταβλητός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεταβλητά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβλητά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεταβλητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταβλητός