μεταγενέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγενέστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγενέστερος, συγκριτικός βαθμός του επιθέτου μεταγενής
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταγενέστερος, -η, -ο
- αυτός που προέκυψε, δημιουργήθηκε, γεννήθηκε, έζησε, γράφτηκε, έδρασε κ.λπ. μετά από μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή η οποία είτε αναφέρεται ρητά ή θεωρείται ευκόλως εννοούμενη στο πλαίσιο των συμφραζομένων
- ο Επίκτητος ήταν μεταγενέστερος του Ζήνωνα του Στωϊκού (γεννήθηκε πολύ αργότερα ή ανήκε απλώς στην επόμενη γενιά)
- ≠ αντώνυμα:: προγενέστερος, παλαιότερος
- (λεξικογραφία, φιλολογία) δείτε το θηλυκό → μεταγενεστέρα, μεταγενέστερη: συνώνυμο του ελληνιστική κοινή γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταγενέστερος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λεξικογραφία (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)