μεταγλωσσογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεταγλωσσογράφος οι μεταγλωσσογράφοι
      γενική του/της μεταγλωσσογράφου των μεταγλωσσογράφων
    αιτιατική τον/τη μεταγλωσσογράφο τους/τις μεταγλωσσογράφους
     κλητική μεταγλωσσογράφε μεταγλωσσογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγλωσσογράφος < μετα- + γλωσσογράφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταγλωσσογράφος αρσενικό

  • νομικοί ερευνητές και σχολιαστές του Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τον 13ο αιώνα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]