μεταγλωττίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεταγλωττίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μεταγλώττιση
- εναλλακτικά: μεταγλώττισης
μεταγλωττίσεως θηλυκό