μεταγράφομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγράφομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγράφω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταγράφομαι, πρτ.: μεταγραφόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταφραφώ, αόρ.: μεταγράφηκα
- με μεταγράφουν