μεταγράφομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγράφομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταγράφομαι, πρτ.: μεταγραφόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταφραφώ, αόρ.: μεταγράφηκα