μεταγραφοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγραφοφύλακας < (καθαρεύουσα) μεταγραφοφύλαξ (< μεταγραφή + μεταγραφ(ή) + -ο- + -φύλακας, κατά το υποθηκοφύλακας) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταγραφοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος σε υποθηκοφυλακείο που είναι υπεύθυνος για τις μεταγραφές των συμβολαιογραφικών πράξεων σε αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταγραφοφύλακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)