μεταδιδακτορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδιδακτορικός < μετα- + διδακτορικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ði.ða.kto.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐δι‐δα‐κτο‐ρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταδιδακτορικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που σχετίζεται με έρευνα που πραγματοποιείται μετά την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος
- ↪μεταδιδακτορικός ερευνητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδιδακτορικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταδιδακτορικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)