μεταδιεγείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταδιεγείρω < μετα- + διεγείρω, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transduce

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταδιεγείρω

  • (ιατρική) μετατρέπω εξωτερικό ερέθισμα σε νευρική αναμεταδόσιμη πληροφορία
  • (πληροφορική, ρομποτική μεταδίδω σε επεξεργαστή δεδομένο κάποιου αισθητήρα και προκαλώ συμπεριφορική αλλαγή/συμπεριφορική αντίδραση σε ρομπότ ή συσκευή