μεταθεραπευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταθεραπευτικός < μετα- + θεραπευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική follow-up)
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταθεραπευτικός