μετακινήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φορητός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακινήσιμος η μετακινήσιμη το μετακινήσιμο
      γενική του μετακινήσιμου της μετακινήσιμης του μετακινήσιμου
    αιτιατική τον μετακινήσιμο τη μετακινήσιμη το μετακινήσιμο
     κλητική μετακινήσιμε μετακινήσιμη μετακινήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακινήσιμοι οι μετακινήσιμες τα μετακινήσιμα
      γενική των μετακινήσιμων των μετακινήσιμων των μετακινήσιμων
    αιτιατική τους μετακινήσιμους τις μετακινήσιμες τα μετακινήσιμα
     κλητική μετακινήσιμοι μετακινήσιμες μετακινήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετακινήσιμος < μετακινώ

Επίθετο[επεξεργασία]

μετακινήσιμος, -η, -ο

  • που μπορεί να μετακινηθεί και να τοποθετηθεί σε άλλο σημείο, που δεν είναι τόσο βαρύς ή δεν ανήκει σε αμετακίνητο σύμπλεγμα


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]