μετακομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετακομίζω < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετακομίζω

  1. αλλάζω σπίτι και μεταφέρω στο καινούργιο ό,τι είχα στο παλιό
  2. μεταφέρω (οικοσκευή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]