μετακομιδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετακομιδή < ελληνιστική κοινή μετακομιδή < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετακομιδή θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετακομιδή
|