μεταλαβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλαβαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταλαβαίνω < αρχαία ελληνική μεταλαμβάνω < μετά + λαμβάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταλαβαίνω

  1. (χριστιανισμός, αμετάβατο) παίρνω τη Θεία Κοινωνία
  2. (χριστιανισμός, μεταβατικό) δίνω τη Θεία Κοινωνία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλαβαίνω < μεταλαμβάνω με τροπή κατά το σχήμα λαμβάνω > λαβαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταλαβαίνω

Σύνθετα[επεξεργασία]