μεταλλίτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεταλλῖτις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλίτις οι μεταλλίτιδες
      γενική της μεταλλίτιδος
(μεταλλίτιδας)
των μεταλλιτίδων
(μεταλλίτιδων)
    αιτιατική τη μεταλλίτιδα τις μεταλλίτιδες
     κλητική μεταλλίτι (μεταλλίτις) μεταλλίτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλίτις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλλῖτις (θηλυκό). Εννοείται θηλυκό ουσιαστικό, όπως γη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταλλίτις, -ιδος θηλυκό (αρσενικό μεταλλίτης)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)