μεταλλεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.taˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λεί‐α
- τονικό παρώνυμο: μετάλλια
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- μεταλλεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλεία (θηλυκό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταλλεία θηλυκό
- (παρωχημένο) η μετάλλευση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλεία
→ δείτε τη λέξη μετάλλευση |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μεταλλεία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεταλλεία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταλλείο
- παλιότερη γραφή: μεταλλεῖα
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταλλεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεταλλείᾱ | αἱ | μεταλλεῖαι |
γενική | τῆς | μεταλλείᾱς | τῶν | μεταλλειῶν |
δοτική | τῇ | μεταλλείᾳ | ταῖς | μεταλλείαις |
αιτιατική | τὴν | μεταλλείᾱν | τὰς | μεταλλείᾱς |
κλητική ὦ! | μεταλλείᾱ | μεταλλεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλλείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταλλείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταλλεία θηλυκό
- αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλευμάτων, η μετάλλευση
- υπόγειος οχετός
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μέταλλον
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταλλεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταλλεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)